κοιλιά

κοιλιά
κοιλία η
1) живот; утроба; чрево (книжн.); брюхо, пузо (прост.);

με ( — или μού) πονεί η κοιλ μου — у меня болит живот;

γεμίζω την κοιλιά μου — насытиться; — набить брюхо, утробу (прост.);

η ζωή του αρχίζει απ' την κοιλιά του και τελειώνει στην κοιλ του — он обжора, он думает только р том, как набить утробу;

στην κοιλιά της μάννας — в утробе матери;

2) анат. полость, желудочек;

η κοιλία της καρδιάς (τού εγκεφάλου) — желудочек сердца (головного мозга);

3) перен. выпуклость; вогнутость;

στάμνα με μεγάλη κοιλιά — пузатый кувшин;

κάνει κοιλιά ο τοίχος — стенка выпятилась;

κάνω κοιλιά — провиснуть (о натянутой веревке и т. п.);

§ κάνω κοιλιά ( — или κοιλές) — отрастить живот, брюшко;

έχει μεγάλη κοιλιά — он невозмутим;

με την κοιλιά — ничком;

με την κοιλιά στο στόμα — на сносях


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Полезное


Смотреть что такое "κοιλιά" в других словарях:

  • κοιλία — κοιλίᾱ , κοιλία cavity of the body fem nom/voc/acc dual κοιλίᾱ , κοιλία cavity of the body fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν …   Dictionary of Greek

  • κοιλίᾳ — κοιλίαι , κοιλία cavity of the body fem nom/voc pl κοιλίᾱͅ , κοιλία cavity of the body fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλιά — η 1. η κοιλότητα του σώματος των ανθρώπων και των ζώων που έχει τα σπλάχνα. 2. το μπροστινό τοίχωμα της κοιλότητας αυτής: Ο αφαλός βρίσκεται στο κέντρο της κοιλιάς. 3. το στομάχι ή τα έντερα: Γέμισε την κοιλιά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοιλίας — κοιλίᾱς , κοιλία cavity of the body fem acc pl κοιλίᾱς , κοιλία cavity of the body fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλίαι — κοιλία cavity of the body fem nom/voc pl κοιλίᾱͅ , κοιλία cavity of the body fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλιάζω — [κοιλιά] (αμτβ.) μτφ. κάνω «κοιλιά», σχηματίζω κύρτωμα, καμπυλοειδή προεξοχή, εξογκώνομαι σε κάποιο σημείο τής επιφάνειάς μου …   Dictionary of Greek

  • κοιλίαν — κοιλίᾱν , κοιλία cavity of the body fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλιῶν — κοιλία cavity of the body fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλίαις — κοιλία cavity of the body fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλίη — κοιλία cavity of the body fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»